παίγνιο(ν)

παίγνιο(ν)
το см. παιγνίδι[ον]

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "παίγνιο(ν)" в других словарях:

  • παίγνιο — το (ΑΜ παίγνιον, Α και παίχνιον) 1. εύθυμη απασχόληση που γίνεται για ψυχαγωγία, παιδιά, παιγνίδι 2. αντικείμενο ή μέσο ψυχαγωγίας 3. πρόσωπο ή πράγμα που βρίσκεται στην απόλυτη διάθεση κάποιου, άθυρμα, έρμαιο («ἄνθρωπον δὲ... θεοῡ τι παίγνιον… …   Dictionary of Greek

  • (μ)παίγνιο — το κορόιδο, περίγελος: Έγινε το μπαίγνιο του χωριού …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έρμαιο — το (AM ἕρμαιον) μσν. νεοελλ. οτιδήποτε παρασύρεται χωρίς τη θέλησή του από κάποιον, το θύμα, το παίγνιο (α. «άνθρωπος έρμαιο τών παθών του» β. «πλοίο έρμαιο τών κυμάτων») νεοελλ. κάθε αδέσποτο αντικείμενο που φέρεται εδώ κι εκεί από τα κύματα ή… …   Dictionary of Greek

  • ερμοκύλημα — το έρμαιο, παίγνιο («τών ανέμων ερμοκύλημα», Παλαμ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < έρμος (< έρημος) + κύλημα (< κυλώ)] …   Dictionary of Greek

  • μπαίγνιο — το (Μ μπαίγνιο) περίγελος («με τα καμώματά του έγινε μπαίγνιο τού κόσμου») νεοελλ. (για πρόσ.) αφελής άνθρωπος που εύκολα εξαπατάται, κορόιδο («ποιον λυπάσαι κι έχεις έγνοια τώρα πού πιες το κρασί; / τους ανθρώπους που ναι μπαίγνια» Ζερβ.).… …   Dictionary of Greek

  • παιγνιόχαρτο — το φύλλο από λεπτό χαρτόνι ορθογώνιου σχήματος, το οποίο έχει στη μία όψη του έγχρωμη παράσταση με διακριτικά σύμβολα και αριθμούς ή μόνο τα σύμβολα με αριθμούς και το οποίο χρησιμοποιείται στο χαρτοπαίγνιο, αλλ. χαρτί τής τράπουλας, χαρτί,… …   Dictionary of Greek

  • πολεμικός — ή, ό / πολεμικός, ή, όν, ΝΜΑ [πόλεμος] 1. ο σχετικός με τον πόλεμο ή αυτός που αρμόζει στον πόλεμο (α. «πολεμικό μένος» β. «πολεμικό ναυτικό» γ. «παιῶνά τινα ἀναβοήσαντες βάρβαρον καὶ πολεμικόν», Πλάτ.) 2. (για πρόσ.) ο ικανός για πόλεμο ή ο… …   Dictionary of Greek

  • σκαλάθυρμα — το, ΝΑ [σκαλαθύρω] νεοελλ. μικρή επιστημονική πραγματεία ή πρόχειρο λογοτεχνικό έργο αρχ. σοφιστική λεπτολογία και, γενικά, παίγνιο, φλυαρία …   Dictionary of Greek

  • σκιοπαίγνιο — το, Ν παιχνίδι κατά το οποίο διάφορες φιγούρες σχηματίζονται από την σκιά τών δακτύλων τών χεριών σε τοίχο ή σε οθόνη. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκιά + παίγνιο] …   Dictionary of Greek

  • σύνθεση — Η τοποθέτηση ενός πράγματος μαζί με άλλο, η αρμονική ένωση μερών ή στοιχείων του, για να δημιουργηθεί από αυτά ένα σύνολο, η συναρμολόγηση. Στη γραμματική, σ. λέγεται η ένωση δύο λέξεων σε μία, όπως π.χ. των λ. αστραπή και βροντή = αστραπόβροντο …   Dictionary of Greek

  • χαρτοπαίγνιο — το, Ν 1. παιχνίδι με τραπουλόχαρτα 2. χαρτοπαιξία. [ΕΤΥΜΟΛ. < χαρτιά + παίγνιο. Η λ., στον λόγιο τ. χαρτοπαίγνιον, μαρτυρείται από το 1809 στον Αλ. Βασιλείου] …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»